Γενικά
Η συνεχής υπαραχνοειδής έγχυση δραστικών φαρμάκων είναι μια τεχνική νευροτροποποίησης. Ο όρος νευροτροποποίηση αναφέρεται σε θεραπείες οι οποίες μέσω ηλεκτρικής ή χημικής μεταβολής της μετάδοσης ενός σήματος στο νευρικό σύστημα, διεγείρουν, αναστέλλουν ή συντονίζουν τη δραστηριότητα των νευρώνων ή των νευρωνικών δικτύων.
Σε ποιον αναφέρονται οι Θεραπείες Νευροτροποποίησης (1,2,3,11,12)
Οι θεραπείες νευροτροποποίησης αναφέρονται σε κατάλληλα ε πιλεγμένους ασθενείς με χρόνιο πόνο, οι οποίοι:
• δεν μπορούν να ανακουφιστούν επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή ή με άλλες λιγότερο επεμβατικές μεθόδους,
• εμφανίζουν σημαντικές παρενέργειες από τη λήψη φαρμάκων
• σε ασθενείς στους οποίους η χειρουργική επέμβαση αντενδείκνυται ή δεν αναμένεται να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα
• σε ασθενείς στους οποίους ο πόνος εμμένει μετά από χειρουργική επέμβαση
Πρόκειται για αντιστρεπτές θεραπείες, οι οποίες εφαρμόζονται μετά από δοκιμαστική περίοδο κατά την οποία ο ασθενής έχει παρατηρήσει σημαντική ανακούφιση από τον πόνο.
Υπαραχνοειδής Έγχυση Δραστικών Φαρμάκων
Περιγραφή της μεθόδου (12)
Η υπαραχνοειδής έγχυση πραγματοποιείται μέσω καθετήρα ο οποίος τοποθετείται στον υπαραχνοειδή χώρο (ο χώρος που βρίσκεται μεταξύ της χοριοειδούς και αραχνοειδούς μήνιγγας του νωτιαίου μυελού που περιέχει το εγκεφαλονωτιαίο υγρό) και συνδέεται υποδόρια με προγραμματιζόμενη αντλία, συνήθως εμφυτευμένη υποδόρια στην κοιλιακή χώρα. Με τον τρόπο αυτό χορηγούνται μικρές δόσεις οπιοειδών απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Αυτό συνεπάγεται αποτελεσματικότερη αναλγησία με λιγότερες παρενέργειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν ένας ασθενής χρειάζεται 300mg μορφίνης από το στόμα, χρειάζεται μόλις 1mg υπαραχνοειδώς . Έτσι μειώνονται στο ελάχιστο οι παρενέργειες των οπιοειδών. Αν κάποιος πρέπει να λαμβάνει οπιοειδή καλύτερα να λαμβάνει την μικρότερη δόση.
Η υπαραχνοειδής έγχυση πραγματοποιείται μέσω καθετήρα ο οποίος τοποθετείται στον υπαραχνοειδή χώρο (ο χώρος που βρίσκεται μεταξύ της χοριοειδούς και αραχνοειδούς μήνιγγας του νωτιαίου μυελού που περιέχει το εγκεφαλονωτιαίο υγρό) και συνδέεται υποδόρια με προγραμματιζόμενη αντλία, συνήθως εμφυτευμένη υποδόρια στην κοιλιακή χώρα. Με τον τρόπο αυτό χορηγούνται μικρές δόσεις οπιοειδών απευθείας στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Αυτό συνεπάγεται αποτελεσματικότερη αναλγησία με λιγότερες παρενέργειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν ένας ασθενής χρειάζεται 300mg μορφίνης από το στόμα, χρειάζεται μόλις 1mg υπαραχνοειδώς. Έτσι, μειώνονται στο ελάχιστο οι παρενέργειες των οπιοειδών. Αν κάποιος πρέπει να λαμβάνει οπιοειδή καλύτερα να λαμβάνει την μικρότερη δόση.
Η αντλία εμπεριέχει το συνταγογραφημένο φάρμακο και αποθηκεύει όλες τις παραμέτρους της θεραπείας, όπως το ρυθμό έγχυσης, ο οποίος μπορεί να είναι σταθερός ή μεταβαλλόμενος. Η όλη διαδικασία εμφύτευσης γίνεται κατά κανόνα υπό ολική αναισθησία. Οποιαδήποτε αλλαγή στη δοσολογία και τον τρόπο έγχυσης πραγματοποιείται από τον θεράποντα ιατρό εξωτερικά, με τη βοήθεια προγραμματιστή, μέσω τηλεμετρίας.
Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα ο ασθενής με ασφάλεια να χορηγεί μόνος του μικρές επιπλέον δόσεις φαρμάκου σε περιπτώσεις παροξυσμού του πόνου, μέσω ειδικού χειριστηρίου. Το ποσό και ο συνολικός αριθμός των δόσεων αυτών μέσα στην ημέρα ορίζονται εκ των προτέρων από τον θεράποντα ιατρό.
Το αποτέλεσμα της υπαραχνοειδούς χορήγησης μπορεί να αξιολογηθεί πριν την εμφύτευση με δοκιμαστική χορήγηση μικρής ποσότητας φαρμάκου υπαραχνοειδώς με οσφϋονωτιαία παρακέντηση. Εφόσον ο ασθενής επωφεληθεί μπορεί να προχωρήσει σε εμφύτευση του συστήματος υπαραχνοειδούς έγχυσης.
Ενδείξεις (3,5,6,7)
Η υπαραχνοειδής έγχυση φαρμάκου αναφέρεται κατά κανόνα σε ασθενείς με αλγαισθητικό πόνο. Ωστόσο, μπορεί να εφαρμοστεί και σε ασθενείς με νευροπαθητικό πόνο ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στη νευροδιέγερση ή σε ασθενείς στους οποίους δε μπορεί να εφαρμοστεί νευροδιέγερση και οι οποίοι έχουν ανεπαρκή ανακούφιση ή σοβαρές παρενέργειες από την συστηματική πρόσληψη οπιοειδών.
1. Lazorthes et al., Handbook Clin Neurol 2006
2. Boswell et al., Pain Phys 2005
3. Oakley. Neurosurg Clin N Am 2003
4. Mannheimer et al. European Heart Journal 2002 (23), 355-370
5. Amann et al. Eur J Vasc Endovasc 2003;26:280-6
6. Krishna Kumar et al. Pain 132 (2007) 179-188
7. North et al., Neurosurg 2005
8. Leg et al. Cochrane Database Syst Rev;3:CD002000
9. De Jongste et al. JACC 1994;23:1592-1957
10. Hautvast et al. American Heart Journal. 1998;136:1114-1120
11. Sanderson et al. Eur Heart J 1994;15:810-814
12. Pain Physician 2009; 12:345-360 • ISSN 1533-3159