Αποκλεισμός/Καταστροφή Σπλαγχνικών Νεύρων

Αποκλεισμός/Καταστροφή Σπλαγχνικών Νεύρων

Ανατομία

Τα σήματα πόνου από σπλαγχνικά όργανα της άνω κοιλίας (πάγκρεας, ήπαρ, σπλήνας, χοληδόχος κύστη ,στομάχι, λεπτό έντερο , νεφροί ,επινεφρίδια ) μεταβιβάζονται  προς το νωτιαίο μυελό και από εκεί προς τον εγκέφαλο, μέσω των σπλαγχνικών νεύρων.

Τα σπλαγχνικά νεύρα είναι τρία , το μείζον, το έλασσον και το ελάχιστο, αναδύονται από τις θωρακικές ρίζες των νωτιαίων νεύρων  και βρίσκονται αμφοτερόπλευρα της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Στα επίπεδα του 11ου και 12ου θωρακικού σπόνδυλου, στα πλάγια του σώματος αυτών, τα νεύρα διέρχονται μέσα από έναν στενό και σαφώς ορισμένο χώρο που βρίσκεται πάνω από το τόξο του διαφράγματος, οπισθοπεριτοναϊκά και σε ασφαλή απόσταση από τα μεγάλα αγγεία (αορτή, κάτω κοίλη φλέβα)

Ενδείξεις Αποκλεισμού των Σπλαγχνικών Νεύρων

Η απενεργοποίηση των σπλαγχνικών νεύρων έχει απόλυτη ένδειξη σε ασθενείς  που πάσχουν από κακοήθη νόσο του παγκρέατος ή των άλλων οργάνων της κοιλιάς  που δέχονται νεύρωση από τα σπλαγχνικά νεύρα και  υποφέρουν από σπλαγχνικό κοιλιακό άλγος με ή χωρίς αντανάκλαση στην μέση.

Ο αποκλεισμός εφαρμόζεται επίσης σε κοιλιακό άλγος λόγω χρόνιας παγκρεατίτιδας καθώς και σε ασθενείς με ακαθόριστο χωρίς σαφή αιτιολογία, σπλαγχνικό κοιλιακό άλγος.

Τεχνική Αποκλεισμού/Απενεργοποίησης των Σπλαγχνικών Νεύρων

Η τεχνική εφαρμόζεται με τον ασθενή σε πρηνή θέση, υπό τοπική αναισθησία στα σημεία παρακέντησης, και υπό ακτινοσκοπική καθοδήγηση.

Ο αποκλεισμός τρων νεύρων μπορεί να γίνει με τους παρακάτω τρόπους.

  1. Με έγχυση τοπικού αναισθητικού στο χώρο διέλευσης των σπλαγχνικών νεύρων , μέσω βελόνας που κατευθύνεται δίπλα από το σώμα του 11ου θωρακικού σπονδύλου και σε άμεση επαφή με αυτό, αμφοτερόπλευρα. Η διάρκεια του αποκλεισμού είναι περιορισμένη και εξαρτάται από τη διάρκεια δράσης του χρησιμοποιούμενου τοπικού αναισθητικού. Εφαρμόζεται κυρίως για διαγνωστικούς λόγους σε περιπτώσεις χρόνιου καλοήθους κοιλιακού άλγους . Εφόσον ο ασθενής διαπιστώσει σημαντική βελτίωση του πόνου του, ακολουθεί μόνιμος αποκλεισμός με διαφορετική τεχνική.
  2. Καταστροφή/ απενεργοποίηση των σπλαγχνικών νεύρων με έγχυση μεγάλου όγκου αλκοόλης 95%. Με αυτή την τεχνική τα νεύρα σταματούν να μεταβιβάζουν τα επώδυνα ερεθίσματα για μακρύ χρονικό διάστημα, περίπου 2- 3 μήνες.  Το μειονέκτημα της τεχνικής είναι ότι δεν υπάρχει έλεγχος του τρόπου διάχυσης και εξάπλωσης της αλκοόλης, με αποτέλεσμα αυτή λόγω του μεγάλου όγκου έγχυσης , να καταστρέφει σε μερικές περιπτώσεις γειτονικά νεύρα, αγγεία και μαλακούς ιστούς.
  3. Ο πλέον αποτελεσματικός και ασφαλής τρόπος καταστροφής/ απενεργοποίησης των σπλαγχνικών νεύρων είναι η θερμική ραδιοκαύση με ραδιοσυχνότητα.  Αυτό επιτυγχάνεται με υβριδική βελόνα- ηλεκτρόδιο που τοποθετείται με τη βοήθεια ακτινοσκόπησης στα πλάγια του σώματος του 11ου και 12ου θωρακικού σπόνδυλου, αμφοτερόπλευρα. Τα ηλεκτρόδια συνδέονται με καλώδιο σε γεννήτρια ραδιοσυχνότητας και μετά την τοποθέτησή τους δίπλα από τα νεύρα στόχος, γίνεται διέγερση των νεύρων με χαμηλής έντασης ρεύμα, ώστε σε συνεργασία με τον ασθενή να εντοπιστούν τα νεύρα σε δυνατόν μικρότερη απόσταση από το ενεργό άκρο του ηλεκτροδίου.  Τότε χορηγείται μικρή ποσότητα τοπικού αναισθητικού και ακολουθεί εφαρμογή ραδιοσυχνότητας, η οποία αυξάνει τοπικά και απόλυτα ελεγχόμενα τη θερμοκρασία σε επίπεδα καταστροφής του νεύρου. Τα σημαντικά πλεονεκτήματα της τεχνικής είναι η μεγάλη διάρκεια του αποτελέσματος και η απόλυτα ελεγχόμενη και στοχευμένη καύση του νεύρου στόχος .

Κίνδυνοι – Επιπλοκές

Γενικά ο αποκλεισμός, όταν βεβαίως εκτελείται από έμπειρο και εκπαιδευμένο ιατρό, είναι χαμηλού κινδύνου για σοβαρές επιπλοκές. Σπανίως μπορεί να προκληθεί μικρός πνευμοθώρακας ο οποίος συνήθως αυτοϊάται και ο ασθενής απλά τίθεται σε παρακολούθηση για λίγες ημέρες.

Συχνά οι ασθενείς μετά τον επιτυχή αποκλεισμό των σπλαγχνικών νεύρων εμφανίζουν υπόταση τις πρώτες ώρες μετά την εφαρμογή της τεχνικής και αυξημένη κινητικότητα του εντέρου τη δεύτερη μέρα της επέμβασης. Η αυξημένη κινητικότητα του εντέρου μπορεί να εκδηλωθεί με κωλικό του εντέρου και διάρροια. Τα συμπτώματα συνήθως αντιμετωπίζονται με σπασμολυτικά και υποχωρούν συνήθως μετά από τρείς ημέρες.

Αποτελεσματικότητα

Αμέσως μετά το τέλος της εφαρμογής της τεχνικής με ραδιοσυχνότητα, οι ασθενείς με κακοήθη νόσο του παγκρέατος ή των σπλαγχνικών οργάνων της άνω κοιλίας, γνωρίζουν πλήρη ανακούφιση, από τον έντονο και ανθεκτικό, ακόμη και σε ισχυρά οπιοειδή φάρμακα, πόνο. Είναι μια ευεργετική θεραπευτική τεχνική για την αντιμετώπιση του εντονότατου και σε πολλές περιπτώσεις αβάσταχτου κακοήθους κοιλιακού σπλαγχνικού άλγους.

Η εφαρμογή της θερμικής με ραδιοσυχνότητα καύσης των σπλαγχνικών νεύρων συνιστάται ακόμη και σε πρώιμα στάδια κακοήθους νόσου, κυρίως του παγκρέατος,  και όταν ακόμη ο πόνος δεν είναι τόσο έντονος, γιατί με αυτόν τον τρόπο ο ασθενής αποφεύγει στη συνέχεια τη χρήση μεγάλων δόσεων οπιοειδών φαρμάκων και φυσικά τις παρενέργειες αυτών, εξασφαλίζοντας καλύτερη ποιότητα ζωής.

[pp_popup ]

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα σπονδύλων είναι αρκετά συχνά στον πληθυσμό και οφείλονται κυρίως σε οστεοπόρωση. Το πρόβλημα είναι ότι τα 2/3 σχεδόν αυτών παραμένουν αδιάγνωστα και αποδίδονται σε πόνο λόγω μυϊκοί σπασμού ή πόνο σπονδυλαρθρίτιδας λόγω του προχωρημένου της ηλικίας. Είναι πιο συχνά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κυρίως στις μεγάλες ηλικίες αλλά δεν αποκλείονται και νέοι άνθρωποι μεταξύ των 40 – 50 ετών.

 

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα σπονδύλων είναι αρκετά συχνά στον πληθυσμό και οφείλονται κυρίως σε οστεοπόρωση. Το πρόβλημα είναι ότι τα 2/3 σχεδόν αυτών παραμένουν αδιάγνωστα και αποδίδονται σε πόνο λόγω μυϊκοί σπασμού ή πόνο σπονδυλαρθρίτιδας λόγω του προχωρημένου της ηλικίας. Είναι πιο συχνά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κυρίως στις μεγάλες ηλικίες αλλά δεν αποκλείονται και νέοι άνθρωποι μεταξύ των 40 – 50 ετών.

 

Τα οστεοπορωτικά κατάγματα σπονδύλων είναι αρκετά συχνά στον πληθυσμό και οφείλονται κυρίως σε οστεοπόρωση. Το πρόβλημα είναι ότι τα 2/3 σχεδόν αυτών παραμένουν αδιάγνωστα και αποδίδονται σε πόνο λόγω μυϊκοί σπασμού ή πόνο σπονδυλαρθρίτιδας λόγω του προχωρημένου της ηλικίας. Είναι πιο συχνά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κυρίως στις μεγάλες ηλικίες αλλά δεν αποκλείονται και νέοι άνθρωποι μεταξύ των 40 – 50 ετών.